- υποφαίνω
- ὑποφαίνω ΝΑ [φαίνω]νεοελλ.(η μέσ. μτχ. ενεστ.) ο υποφαινόμενος, η υποφαινομένηα) αυτός που υπογράφει σε έγγραφο, ο υπογεγραμμένος («ο υποφαινόμενος... δηλώνω ότι...»)β) (καταχρ. συν. ειρωνικά στον προφορικό λόγο) εγώαρχ.1. φανερώνω, κάνω να φανεί κάτι αποκάτω («θρήνυν ὑπέφηνε τραπέζης» Ομ. Οδ.)2. φανερώνω κάτι λίγο, ανάμεσα από κάτι («ἰχθύες... τὰ λευκὰ ὑποφαίνοντες», Αιλ.)3. παρέχω ενδείξεις για κάτι («πραότητα καὶ βάθος ὑποφαίνειν ἐλευθέριον», Πολ.)4. (για πράγμ. ή καταστάσεις) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι («τοσαύτας ὁρῶν ὑποφαινούσας ἐλπίδας», Δείν.)5. μέσ. ὑποφαίνομαιφαίνομαι λιγάκι, διαφαίνομαι («ὑποφαίνεται ἡ σελήνη», Αιλ.)6. φαίνομαι εν μέρει, μόλις που φαίνομαι7. φαίνομαι πιθανός, διακρίνομαι από κάποιο σημείο («ὑποφαίνεται ἀμφισβήτησις», Αριστοτ.)8. φρ. α) «ὑποφαίνεται ἡμέρα» ή «ὑποφαίνει ἕως» — γλυκοχαράζει (Ξεν)β) «ὑποφαίνει ἔαρ» — αρχίζει η άνοιξη (Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.